- ἐάσειν
- ἐά̱σειν , ἐάωsufferfut inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαρφίον — τὸ, Μ κομμάτι ή ακίδα από σανίδα που χρησιμοποιείται αντί για κλήρο («ῥίπτουσι δὲ καὶ σκαρφία περὶ τῶν πετεινών, εἴτε καὶ φαγεῑν εἴτε καὶ σφάξαι αὐτοὺς καὶ ζῶντας ἐάσειν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος «ξερό χόρτο, ξυλαράκι» (< ρίζα… … Dictionary of Greek